- υπομέλας
- -αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑμαυρειδερόςνεοελλ.φρ. «υπομέλας τόπος»ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά τής 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα τής γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μέλας «μαύρος». Ως όρος τής νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].
Dictionary of Greek. 2013.